- φυλαδόν
- φυλαδόνby tribesindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυλαδόν — Α επίρρ. κατά φυλές, χωρισμένος σε φυλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦλον / φυλή + επιρρμ. κατάλ. αδόν (πρβλ. ὁμιλ αδόν)] … Dictionary of Greek
καταφυλαδόν — (Α) επίρρ. κατά φυλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φυλαδόν «κατά φυλές»] … Dictionary of Greek
φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… … Dictionary of Greek